- κακοτυχης
- κακοτυχήςκᾰκο-τῠχής2несчастливый, злополучный
(πότμοι Eur.)
; несчастный(γυνή Eur.)
τὸ κακοτυχές Eur. — злой рок, несчастье
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(πότμοι Eur.)
; несчастный(γυνή Eur.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
κακοτυχής — unfortunate masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κακοτυχής — ές (Α κακοτυχής, ές) αυτός που έχει κακή τύχη, κακότυχος αρχ. το ουδ. ως ουσ. τὸ κακοτυχές η κακοτυχία («τὸ δὲ δὴ κακοτυχὲς οὐ λέλοιπεν ἐκ τέκνων», Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * + τυχής (< τύχη), πρβλ. σκληρο τυχής] … Dictionary of Greek
κακοτυχές — κακοτυχής unfortunate masc/fem voc sg κακοτυχής unfortunate neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κακοτυχοῦς — κακοτυχής unfortunate masc/fem/neut gen sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κακοτυχέστατε — κακοτυχής unfortunate masc voc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κακοτυχέστατος — κακοτυχής unfortunate masc nom superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κακοτυχῶς — κακοτυχής unfortunate adverbial (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κακοτυχεστάτα — κακοτυχεστάτᾱ , κακοτυχής unfortunate fem nom/voc/acc superl dual κακοτυχεστάτᾱ , κακοτυχής unfortunate fem nom/voc superl sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κακοτυχεῖς — κακοτυχέω to be unfortunate pres ind act 2nd sg (attic epic doric ionic) κακοτυχής unfortunate masc/fem acc pl κακοτυχής unfortunate masc/fem nom/voc pl (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κακοτυχώ — (Α κακοτυχῶ, έω) [κακοτυχής] είμαι κακότυχος νεοελλ. πέφτω σε δυσχέρειες, δυστυχώ αρχ. αστρολ. (για αστέρες) κατέχω τη θέση που ονομάζεται κακή τύχη, βρίσκομαι στην περιοχή τής κακής τύχης … Dictionary of Greek
κακότυχος — η, ο (Μ κακότυχος, ον) αυτός που έχει κακή τύχη, άτυχος, κακόμοιρος, δύστυχος μσν. 1. αυτός που φέρνει δυστυχία, συμφορά («ὤχου καιρὸς κακότυχος», Σουμμ.) 2. κακός, πονηρός. επίρρ... κακότυχα (Μ κακότυχα) με δυστυχία, άτυχα, άθλια. [ΕΤΥΜΟΛ.… … Dictionary of Greek